- δικασπολίᾳ
- δικασπολίᾱͅ , δικασπολίαjudgementfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δικασπολία — δικασπολία, η (Α) [δικασπόλος] 1. δικαστική απόφαση 2. κρίση, δίκη 3. το επάγγελμα τού δικαστή … Dictionary of Greek
δικασπολίας — δικασπολίᾱς , δικασπολία judgement fem acc pl δικασπολίᾱς , δικασπολία judgement fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίαν — δικασπολίᾱν , δικασπολία judgement fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίαις — δικασπολία judgement fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίαισιν — δικασπολία judgement fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίη — δικασπολία judgement fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίην — δικασπολία judgement fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίης — δικασπολία judgement fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίῃ — δικασπολία judgement fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίῃσι — δικασπολία judgement fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)